- ζουπάω
- ζουπίζω (αόρ. (ε)ζούπησα, ζούπηξα и ζούπισα) μετ.1) давить, выдавливать, выжимать; 2) сжимать, стискивать; прижимать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζουπάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), ζούπηξα βλ. πίν. 66 Σημειώσεις: ζουλάω και ζουπάω : προέρχονται αντίστοιχα από τα ρ. ζουλίζω και ζουπίζω, τα οποία όμως δε χρησιμοποιούνται σήμερα. Οι τύποι σε άω έχουν επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική (δες και… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζουπάω — και ζουπώ και ζουπίζω ζούπησα και ζούπηξα, ζουπήχτηκα, ζουπηγμένος 1. πιέζω ισχυρά: Ζούπα το φελλό να πέσει μέσα στο μπουκάλι. 2. συνθλίβω για εξαγωγή χυμού: Ζουπώ το λεμόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζουλάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), ζούληξα βλ. πίν. 66 Σημειώσεις: ζουλάω και ζουπάω : προέρχονται αντίστοιχα από τα ρ. ζουλίζω και ζουπίζω, τα οποία όμως δε χρησιμοποιούνται σήμερα. Οι τύποι σε άω έχουν επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική (δες και… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζουπίζω — ισα, ίστηκα, ζουπισμένος, η, ο, ζουπάω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)